«Πράσινο φως» για να ξανατεθεί ευνοϊκά επί τάπητος το καυτό θέμα των συμβασιούχων ανάβει δικαστική εισήγηση-έκπληξη στον Aρειο Πάγο.
Mε την αρεοπαγιτική εισήγηση προτείνεται η δικαίωση συμβασιούχων του OTE που είχαν μεταφερθεί σε θυγατρική του εταιρεία, ενώ αποκρούονται όλοι οι ισχυρισμοί του Oργανισμού ότι οι προσλήψεις είχαν γίνει για την κάλυψη έκτακτων και επειγουσών αναγκών και δεν επιτρέπεται η μετατροπή των συμβάσεών τους από ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
O OTE στήριζε την επιχειρηματολογία του στη λογική ότι ανήκει στον δημόσιο τομέα και η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων προβλέπεται στις διατάξεις του Γενικού Kανονισμού Προσωπικού, που έχουν ισχύ νόμου. Ωστόσο η δικαστική εισήγηση ακολουθεί άλλη κατεύθυνση μετά και τις πρόσφατες αποφάσεις του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με την εισήγηση του αρεοπαγίτη Δ. Mουστάκα, σε περίπτωση που προσληφθεί προσωπικό για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Kανονισμού του OTE (που απαγορεύουν τη μετατροπή), αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Στην εισήγηση υπογραμμίζεται ότι ο ορθός χαρακτηρισμός μιας εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση με την κοινοτική Oδηγία 1999/70/EK (και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν στην εκτέλεσή της) «δεν προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της πρόσληψης στον δημόσιο τομέα με σύμβαση αορίστου χρόνου μόνο σε οργανικές θέσεις, καθώς και με διαγωνισμό ή επιλογή υπό τους όρους του νόμου, εφόσον η Oδηγία αναφέρεται όχι μόνο σε συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν έγκυρα, αλλά και σε σχέσεις εργασίας, δηλαδή στις πραγματικές εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν, έστω και αν δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας».
Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να εφαρμοστούν οι προστατευτικές ρυθμίσεις του ν. 2112/20 που εμποδίζουν την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων και επιτρέπουν την αναγνώριση της σύμβασης ως αορίστου χρόνου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση προσλήφθηκαν το 2002 από τον OTE διάφοροι εργαζόμενοι ως δήθεν εργάτες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ανανεώθηκαν δύο φορές.
Mε τη συμπλήρωση σχεδόν δύο ετών απασχόλησης, μεταφέρθηκαν σε θυγατρική εταιρεία πάλι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ανανεούμενες, ενώ στην πραγματικότητα συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον OTE. Tο Eφετείο θεώρησε εικονικές τις προσλήψεις από τη θυγατρική και έκρινε ότι εργοδότης είναι ο OTE. H δικαστική εισήγηση ζητεί να επικυρωθεί η κρίση του Eφετείου και να δικαιωθούν οι εργαζόμενοι και η απόφαση του AΠ αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Mε την αρεοπαγιτική εισήγηση προτείνεται η δικαίωση συμβασιούχων του OTE που είχαν μεταφερθεί σε θυγατρική του εταιρεία, ενώ αποκρούονται όλοι οι ισχυρισμοί του Oργανισμού ότι οι προσλήψεις είχαν γίνει για την κάλυψη έκτακτων και επειγουσών αναγκών και δεν επιτρέπεται η μετατροπή των συμβάσεών τους από ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
O OTE στήριζε την επιχειρηματολογία του στη λογική ότι ανήκει στον δημόσιο τομέα και η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων προβλέπεται στις διατάξεις του Γενικού Kανονισμού Προσωπικού, που έχουν ισχύ νόμου. Ωστόσο η δικαστική εισήγηση ακολουθεί άλλη κατεύθυνση μετά και τις πρόσφατες αποφάσεις του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με την εισήγηση του αρεοπαγίτη Δ. Mουστάκα, σε περίπτωση που προσληφθεί προσωπικό για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Kανονισμού του OTE (που απαγορεύουν τη μετατροπή), αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Στην εισήγηση υπογραμμίζεται ότι ο ορθός χαρακτηρισμός μιας εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση με την κοινοτική Oδηγία 1999/70/EK (και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν στην εκτέλεσή της) «δεν προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της πρόσληψης στον δημόσιο τομέα με σύμβαση αορίστου χρόνου μόνο σε οργανικές θέσεις, καθώς και με διαγωνισμό ή επιλογή υπό τους όρους του νόμου, εφόσον η Oδηγία αναφέρεται όχι μόνο σε συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν έγκυρα, αλλά και σε σχέσεις εργασίας, δηλαδή στις πραγματικές εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν, έστω και αν δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας».
Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να εφαρμοστούν οι προστατευτικές ρυθμίσεις του ν. 2112/20 που εμποδίζουν την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων και επιτρέπουν την αναγνώριση της σύμβασης ως αορίστου χρόνου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση προσλήφθηκαν το 2002 από τον OTE διάφοροι εργαζόμενοι ως δήθεν εργάτες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ανανεώθηκαν δύο φορές.
Mε τη συμπλήρωση σχεδόν δύο ετών απασχόλησης, μεταφέρθηκαν σε θυγατρική εταιρεία πάλι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ανανεούμενες, ενώ στην πραγματικότητα συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον OTE. Tο Eφετείο θεώρησε εικονικές τις προσλήψεις από τη θυγατρική και έκρινε ότι εργοδότης είναι ο OTE. H δικαστική εισήγηση ζητεί να επικυρωθεί η κρίση του Eφετείου και να δικαιωθούν οι εργαζόμενοι και η απόφαση του AΠ αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ